Διαβήτης: Τι ρόλο παίζει το μικροβίωμα του εντέρου

Συντάκτης: Χωρίς σχόλια Μοιραστείτε το:

Μικροβίωμα είναι το σύνολο των μικροοργανισμών (μύκητες, βακτήρια και ιοί) που ζουν στην πεπτική οδό.

Μια νέα μελέτη του νοσοκομείου Cedars-Sinai έδειξε ότι ορισμένα βακτήρια του εντέρου μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, ενώ άλλα μπορεί να παρέχουν προστασία από αυτόν.

Σύμφωνα με την μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Diabetes, τα υψηλότερα επίπεδα του βακτηρίου Coprococcus σχετίζονται με βελτιωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη, ενώ τα υψηλότερα επίπεδα του βακτηρίου Flavonifractor στο μικροβίωμα του εντέρου συνδέονται με μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη.

Για χρόνια, οι ερευνητές προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί οι άνθρωποι αναπτύσσουν διαβήτη μελετώντας τη σύνθεση του μικροβιώματος.

Μικροβίωμα είναι το σύνολο των μικροοργανισμών (μύκητες, βακτήρια και ιοί) που ζουν στην πεπτική οδό. Το μικροβίωμα θεωρείται ότι επηρεάζεται από τα φάρμακα και τη διατροφή. Μελέτες έχουν επίσης βρει ότι οι άνθρωποι που δεν επεξεργάζονται σωστά την ινσουλίνη έχουν χαμηλότερα επίπεδα ενός συγκεκριμένου τύπου βακτηρίων που παράγουν ένα είδος λιπαρού οξέος που ονομάζεται βουτυρικό.

Ο δρ. Mark Goodarzi, διευθυντής του Εργαστηρίου Ενδοκρινικής Γενετικής στο Cedars-Sinai, ηγείται μιας συνεχιζόμενης μελέτης που παρακολουθεί και παρατηρεί άτομα με αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη, για να μάθει εάν εκείνα με χαμηλότερα επίπεδα αυτών των βακτηρίων αναπτύσσουν εν τέλει την ασθένεια.

“Το μεγάλο ερώτημα που ελπίζουμε να απαντήσουμε είναι: Οι διαφορές στο μικροβίωμα προκαλούν τον διαβήτη ή το ανάποδο;” είπε ο δρ. Goodarzi, ο οποίος είναι ο ανώτερος συγγραφέας της μελέτης και ο κύριος ερευνητής της μεγάλης έρευνας που ονομάζεται Microbiome and Insulin Longitudinal Evaluation Study (MILES).

Οι ερευνητές που εμπλέκονται στην έρευνα MILES συλλέγουν πληροφορίες από ενήλικες 40 έως 80 ετών από το 2018. Μια προηγούμενη επιμέρους μελέτη υπό την ομπρέλα της δοκιμή MILES έδειξε ότι η γέννηση με καισαρική τομή σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης προδιαβήτη και διαβήτη.

Για να προκύψει η πιο πρόσφατη μελέτη από αυτήν τη συνεχιζόμενη δοκιμή, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 352 άτομα χωρίς διαγνωσμένο διαβήτη.

Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να δώσουν δείγματα κοπράνων πριν από κάθε μία από τρεις ξεχωριστές επισκέψεις σε κλινική. Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά την πρώτη επίσκεψη. Διεξήγαγαν γενετική αλληλουχία στα δείγματα κοπράνων, για παράδειγμα, για να μελετήσουν τα μικροβιώματα των συμμετεχόντων και συγκεκριμένα να αναζητήσουν βακτήρια που προηγούμενες μελέτες έχουν βρει ότι σχετίζονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη. Κάθε συμμετέχων συμπλήρωσε επίσης ένα ερωτηματολόγιο διατροφής και έκανε ένα τεστ ανοχής γλυκόζης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό της ικανότητας επεξεργασίας της γλυκόζης.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι 28 άτομα είχαν αποτελέσματα ανοχής γλυκόζης που πληρούσαν τα κριτήρια για διαβήτη. Διαπίστωσαν επίσης ότι 135 άτομα είχαν προδιαβήτη, μια κατάσταση κατά την οποία τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ενός ατόμου είναι υψηλότερα από το κανονικό, αλλά όχι αρκετά υψηλά ώστε να ανταποκρίνονται στον τυπικό ορισμό του διαβήτη.

Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε συσχετίσεις μεταξύ 36 βακτηρίων που παράγουν βουτυρικό οξύ που βρέθηκαν στα δείγματα κοπράνων και της ικανότητας ενός ατόμου να διατηρεί φυσιολογικά επίπεδα ινσουλίνης.

Έλεγξαν παράγοντες που θα μπορούσαν επίσης να συμβάλλουν στον κίνδυνο διαβήτη ενός ατόμου, όπως η ηλικία, το φύλο, ο Δείκτης Μάζας Σώματος και η φυλή.

Το βακτήριο Coprococcus και άλλα σχετικά βακτήρια σχημάτισαν ένα δίκτυο βακτηρίων με ευεργετικά αποτελέσματα στην ευαισθησία στην ινσουλίνη. Παρά το γεγονός ότι ήταν παραγωγός βουτυρικού, το βακτήριο Flavonifractor συσχετίστηκε με αντίσταση στην ινσουλίνη. Προηγούμενη εργασία από άλλους ερευνητές έχει βρει υψηλότερα επίπεδα του Flavonifractor στα κόπρανα ατόμων με διαβήτη.

Οι ερευνητές συνεχίζουν να μελετούν δείγματα ασθενών που συμμετείχαν σε αυτήν την μελέτη για να μάθουν πώς η παραγωγή ινσουλίνης και η σύνθεση του μικροβιώματος αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Σκοπεύουν επίσης να μελετήσουν το πώς η διατροφή μπορεί να επηρεάσει τη βακτηριακή ισορροπία του μικροβιώματος.

Ο δρ. Goodarzi τόνισε, ωστόσο, ότι είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε το πώς οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν το μικροβίωμά τους, για να μειώσουν τον κίνδυνο διαβήτη.

“Όσον αφορά την ιδέα της λήψης προβιοτικών, αυτό θα ήταν πραγματικά κάπως πειραματικό”, είπε ο δρ. Goodarzi. “Χρειαζόμαστε περισσότερη έρευνα για να εντοπίσουμε τα συγκεκριμένα βακτήρια που πρέπει να τροποποιήσουμε για την πρόληψη ή τη θεραπεία του διαβήτη, αλλά θα έρθει, πιθανώς στα επόμενα πέντε έως δέκα χρόνια”.

Πηγή: https://scitechdaily.com, iatropedia.com

Προηγούμενο άρθρο

9χρονος ΑμεΑ: «Δεν μπορώ να περπατήσω αλλά έχω καταφέρει πράματα και θάματα!»

Επόμενο άρθρο

Μητρώο Μεταμοσχεύσεων με «πραγματικά αξιοκρατικά κριτήρια» ζητά το ΗΠΑΡxω

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε μια απάντηση

avatar