Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με σοβαρές ψυχικές ασθένειες

Συντάκτης: Χωρίς σχόλια Μοιραστείτε το:

Ακόμα και μία μικρή αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης συνδέεται με σημαντική αύξηση της κατάθλιψης και του άγχους.

Η έκθεση ενός ατόμου στην ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με μία αυξημένη σοβαρότητα ψυχικών ασθενειών, σύμφωνα με την πιο ολοκληρωμένη μελέτη της κατηγορίας της.

Στην έρευνα συμμετείχαν 13.000 άτομα στο Λονδίνο και διαπιστώθηκε ότι μια σχετικά μικρή αύξηση της έκθεσης στο διοξείδιο του αζώτου, οδήγησε σε αύξηση κατά 32% κινδύνων που χρήζουν θεραπείας και αντίστοιχα 18% της πιθανότητας εισαγωγής σε νοσοκομείο.

Οι ερευνητές σημείωσαν ότι τα ευρήματα πιθανόν να αποτυπώνουν την κατάσταση στις περισσότερες πόλεις των ανεπτυγμένων χωρών και ότι η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης θα μπορούσε να ωφελήσει εκατομμύρια ανθρώπους.

«Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν παρεμβάσεις που μπορούν να υλοποιηθούν, όπως η επέκταση των ζωνών χαμηλών εκπομπών ρύπων. Οι παρεμβάσεις ψυχικής υγείας σε ατομικό επίπεδο είναι στην πραγματικότητα αρκετά δύσκολες» δήλωσε η Joanne Newbury, του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, η οποία ηγήθηκε της έρευνας.

Η μελέτη ανέλυσε τη συχνότητα εισαγωγής στο νοσοκομείο ή τις επισκέψεις σε γιατρούς και νοσηλευτές ως μέτρο σοβαρότητας της κατάστασης. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι μια μικρή μείωση μόνο ενός μεμονωμένου ρύπου θα μπορούσε να μειώσει τις ασθένειες και να σώσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας από δεκάδες εκατομμύρια το χρόνο.

Τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο Λονδίνο έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είναι σε ασφαλές επίπεδο, δήλωσε ο Ιωάννης Μπακόλης, από το King’s College London, ο οποίος ήταν μέλος της ερευνητικής ομάδας. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι οι μικρές αυξήσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης συνδέονται με σημαντική αύξηση της κατάθλιψης και του άγχους.

Η έρευνα συνδέει επίσης τον ρυπογόνο αέρα με τα αυξημένα επίπεδα αυτοκτονιών και υποδεικνύει ότι το να μεγαλώνει κανείς σε μολυσμένα μέρη αυξάνει τον κίνδυνο ψυχικών διαταραχών.

Άλλη έρευνα διαπίστωσε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί μια «τεράστια» μείωση της νοημοσύνης και συνδέεται με την άνοια. Μια παγκόσμια ανασκόπηση του 2019 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να βλάψει κάθε όργανο στο ανθρώπινο σώμα.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο British Journal of Psychiatry, παρακολούθησε ασθενείς στο νότιο Λονδίνο από την πρώτη τους επαφή με υπηρεσίες ψυχικής υγείας και χρησιμοποίησε εκτιμήσεις υψηλής ανάλυσης για την ατμοσφαιρική ρύπανση στα σπίτια τους.

Τα τριμηνιαία μέσα επίπεδα NO2 στην περιοχή μελέτης κυμάνθηκαν μεταξύ 18 και 96 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο (μg/m³). Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα που εκτέθηκαν σε 15μg/m³ υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης είχαν 18% υψηλότερο κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο και 32% υψηλότερο κίνδυνο να χρειαστούν εξωτερική θεραπεία μετά από έναν χρόνο.

Η σύνδεση ήταν ισχυρότερη για το ΝΟ2, το οποίο εκπέμπεται σε μεγάλο βαθμό από οχήματα ντίζελ, αλλά ήταν επίσης σημαντικό για τη ρύπανση μικροσωματιδίων, που παράγεται από την καύση όλων των ορυκτών καυσίμων. Τα επίπεδα των μικροσωματιδίων κυμαίνονταν από 9 έως 25 μg/m³ και η αυξημένη έκθεση 3 μονάδων, προκάλεσε παράλληλη αύξηση στον κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο κατά 11% και στον κίνδυνο εξωτερικής θεραπείας κατά 7%.

Οι επιστήμονες αξιολόγησαν ξανά τα δεδομένα των ασθενών, επτά χρόνια μετά την πρώτη θεραπεία και διαπίστωσαν ότι η σχέση με την ατμοσφαιρική ρύπανση ήταν ακόμα εμφανής. Τα ευρήματα δεν αναλύθηκαν από μια σειρά πιθανών άλλων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, του φύλου, της εθνικότητας, της πυκνότητας του πληθυσμού, αν και σημαντικό ρόλο μπορεί να παίζουν και άγνωστοι παράγοντες.

«Ο εντοπισμός άλλων παραγόντων κινδύνου για τη σοβαρότητα και την υποτροπή της ασθένειας, θα μπορούσε να δώσει μία νέα προοπτική στις προσπάθειες πρώιμης παρέμβασης και να μειώσει τον ανθρώπινο πόνο και το υψηλό οικονομικό κόστος που προκαλείται από χρόνιες ψυχικές ασθένειες», ανέφεραν οι ερευνητές.

Η μελέτη δεν σχεδιάστηκε για να αποδείξει μια αιτιώδη σχέση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της σοβαρότητας των ψυχικών ασθενειών καθώς αυτό απαιτεί μία δύσκολη πειραματική εργασία. Αλλά η σχέση είναι «βιολογικά αληθοφανής», όπως είπαν χαρακτηριστικά οι ερευνητές, καθώς είναι γνωστό ότι οι ατμοσφαιρικοί ρύποι έχουν ισχυρές φλεγμονώδεις ιδιότητες και η φλεγμονή πιστεύεται ότι είναι παράγοντας ψυχωτικών διαταραχών της διάθεσης.

Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει εκτιμήσει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση κοστίζει στην παγκόσμια οικονομία 5 τρισ. δολάρια ετησίως, αλλά αυτό περιλαμβάνει μόνο τις γνωστές βλάβες, που προκαλούνται στην καρδιά και τους πνεύμονες. «Οι εκτιμήσεις του κόστους προς το παρόν επηρεάζουν μόνο τη σωματική υγεία, αλλά βλέπουμε περισσότερες μελέτες να δείχνουν τη σχέση  που υπάρχει και με την ψυχική υγεία», δήλωσε η Newbury.

«Πιστεύουμε ότι μπορεί να είναι σημαντικό να συμπεριληφθούν αυτά τα στοιχεία, επειδή θα μπορούσε να ανατρέψει τις κλίμακες και να καταστήσει σαφέστερο, ότι η επένδυση στη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι οικονομικά αποδοτική» πρόσθεσε.

Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι η μείωση της έκθεσης του αστικού πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου σε μόλυνση μικρών σωματιδίων μόνο κατά λίγες μονάδες, στο ετήσιο όριο των 10μg/m³ του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, θα μειώσει τη χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας κατά περίπου 2% και θα εξοικονομήσει δεκάδες εκατομμυρίων λιρών κάθε χρόνο.

Ο καθηγητής Kevin McConway του Open University, ο οποίος δεν ήταν μέλος της ομάδας μελέτης, δήλωσε πως «Αυτή είναι μια καλή μελέτη. Η στατιστική ανάλυση είναι γενικά κατάλληλη (και) αυξάνει την εμπιστοσύνη ότι υπάρχει τουλάχιστον, κάποιο στοιχείο αιτίας και αποτελέσματος στη σχέση μεταξύ ρύπανσης και ψυχικής υγείας.

«Αλλά δεν είναι εύκολο για τους ανθρώπους να αποφύγουν τη ρύπανση. Η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις πόλεις χρειάζεται συλλογική δράση» σημείωσε.

Μια ξεχωριστή νέα μελέτη έδειξε ότι τα καρδιακά επεισόδια αυξάνονται καθώς αυξάνεται το επίπεδο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η έρευνα εξέτασε δεδομένα από τη νότια Λομβαρδία στην Ιταλία, μια περιοχή με 1,5 εκατομμύρια κατοίκους.

Η Francesca Gentile, από το IRCCS Policlinico San Matteo Foundation τόνισε πως «Τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να προβλέψουν την επίπτωση αυτής της απειλητικής για τη ζωή κατάστασης και να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών υγείας, λαμβάνοντας υπόψη τα μοντέλα πρόβλεψης και τα συστήματα προειδοποίησης».

Η μελέτη παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας 2021.

Με πληροφορίες του Guardian
Πηγή: lifo.gr

Προηγούμενο άρθρο

Το case study του Ισραήλ και η επίτευξη «ισορροπίας» με τον κορωνοϊό

Επόμενο άρθρο

Παραολυμπιακοί Αγώνες: «Χάλκινος» ο Τσαπατάκης – Το πέμπτο μετάλλιο για την Ελλάδα

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε μια απάντηση

avatar