Μελέτη ΕΟΔΥ: Περισσότερα αντιβιοτικά στα ελληνικά νοσοκομεία – Η σχέση με τις λοιμώξεις [πίνακας]

Συντάκτης: Χωρίς σχόλια Μοιραστείτε το:

Τι δείχνει η σύγκριση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και τι εκτιμάται σε ανάλυση επιστημόνων του ΕΟΔΥ.

Άμεση σχέση με την υπερβολική χρήση αντιβιοτικών έχει το πρόβλημα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.

Μελέτη του ΕΟΔΥ για τις λοιμώξεις, η οποία παρατίθεται πιο κάτω, αναδεικνύει τη μεγάλη διαφορά που έχουν τα ελληνικά νοσοκομεία σε σχέση με τα ευρωπαϊκά.

Στη μελέτη συμμετείχαν 50 νοσοκομεία από όλη τη χώρα και συνολικά συμπεριλήφθηκαν 9.707 νοσηλευόμενοι.

Όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος χρήσης αντιμικροβιακών φαρμάκων είναι 32,9%, με τον ελληνικό να βρίσκεται στο 55,4%.

Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, οι ενδείξεις χορήγησης αντιμικροβιακών στα ελληνικά νοσοκομεία είναι: θεραπεία λοίμωξης σε 62,6%, χειρουργική προφύλαξη σε 18,4% και χημειοπροφύλαξη σε 10,9%.  Άλλη ένδειξη χορήγησης δηλώθηκε στο 5,6% και η ένδειξη ήταν άγνωστη στο 2,5%.

Στην προηγούμενη μελέτη, η θεραπεία ως ένδειξη καταγράφηκε στο 54%, η χειρουργική προφύλαξη στο 28% και η χημειοπροφύλαξη στο 13%.

Όσον αφορά τη χειρουργική προφύλαξη, μία δόση αντιβιοτικού χορηγήθηκε μόνο στο 5,8% (96/1.656) των περιπτώσεων.

Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η διάρκεια της προφύλαξης ήταν μία ημέρα στο 18,5%, ενώ στο 75,7% η προφύλαξη διήρκησε για περισσότερο από μία μέρα.

Μικρές διαφορές παρατηρήθηκαν σε σχέση με το 2016 – 2017 με ποσοστά από 7,5% έως 70% αντίστοιχα.

Χορηγούμενα φάρμακα

Το συχνότερα χορηγούμενο αντιμικροβιακό ήταν η πιπερακιλλίνη-ταζομπακτάμη (μία αντιψευδομοναδική πενικιλλίνη με αναστολέα β-λακταμάσης) με ποσοστό 10,9% επί του συνόλου των αντιμικροβιακών.

Δεύτερη ήταν η μεροπενέμη σε ποσοστό 7,7% και ακολούθησαν οι παρεντερικά χορηγούμενες μετρονιδαζόλη (6,3%) και βανκομυκίνη (6,2%).

Η κεφοξιτίνη και η κεφτριαξόνη ακολουθούν σε συχνότητα και δόθηκαν στον ίδιο βαθμό (5,4%).

Είναι αξιοσημείωτη η συχνή χρήση αντιμικροβιακών τελευταίας γραμμής πέραν των καρβαπενεμών (κολιστίνη 3,6%, λινεζολίδη 2,6% και τιγεκυκλίνη με 1,9%) στην Ελλάδα.

Πηγή: iatronet.gr

Προηγούμενο άρθρο

Έντερο: Τέσσερα προβλήματα που προειδοποιούν 5 χρόνια νωρίτερα για αυτή τη σοβαρή νόσο

Επόμενο άρθρο

Ακρόπολη: Από 4/9 οι ζώνες επισκεψιμότητας – Οι ώρες λειτουργίας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε μια απάντηση

avatar