Εκπαίδευση και ΑμεΑ

Συντάκτης: Χωρίς σχόλια Μοιραστείτε το:

Πέρα από αντιεπιστημονικές αντιλήψεις, προκαταλήψεις και στερεότυπα ένα παιδί με αναπηρία είναι πρωτίστως παιδί, όπως και τα υπόλοιπα της ηλικίας του και μοιράζεται πολλά κοινά με αυτά. Από την άλλη πλευρά, κάθε παιδί είναι διαφορετικό ως προς την προσωπικότητα, τα «χαρίσματα», τις ικανότητες, τις εμπειρίες και τις δυνατότητές του.

Επομένως, οι αναπηρίες επιδρούν διαφορετικά στον χαρακτήρα του κάθε παιδιού, ενώ υπάρχει το ενδεχόμενο ένα παιδί με αναπηρία να μην έχει ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εξαιτίας αυτής της συγκεκριμένης αναπηρίας (Griffin, 2014: 9).
Ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε διεθνές επίπεδο, η εκπαιδευτική πολιτική αναφορικά με τα ΑμεΑ απαιτεί οι συνθήκες, υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η εκπαιδευτική διαδικασία, να είναι «ορθές», από πολιτική/κοινωνική άποψη. Το βασικότερο προαπαιτούμενο για να επιτευχθεί αυτό είναι οι μαθητές με αναπηρία να έχουν τις ίδιες δυνατότητες πρόσβασης, θεωρητικά, αλλά και πρακτικά, στην εκπαίδευση με τους υπόλοιπους μαθητές.
Επιπλέον, οι μαθητές με αναπηρία δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται στερεοτυπικά, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι πρέπει να συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία από κοινού με τους υπόλοιπους. Η σχολική αίθουσα πρέπει να σέβεται και να ενσωματώνει τη διαφορετικότητα, είτε αυτή αναφέρεται στην αναπηρία είτε στην καταγωγή κ.ο.κ.
Έπειτα, κρίνεται εξόχως σημαντικό να συμμετέχουν, σε κάποιον βαθμό, και οι γονείς των μαθητών με αναπηρία στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η συνεργασία και η διακριτική συμμετοχή τους καθιστά ευκολότερο το έργο των εκπαιδευτικών και, μέσω αυτής παράγονται καλύτερα αποτελέσματα. Τέλος, είναι θεμελιώδους σημασία, η εκπαιδευτική πολιτική να έχει ως στόχο τη μετέπειτα επαγγελματική αποκατάσταση των μαθητών με αναπηρία.

Οι ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στον επαγγελματικό στίβο αποτελούν έναν θεμελιώδη παράγοντα αντιμετώπισης των στερεοτυπικών αντιλήψεων. Σε κάθε περίπτωση η ανταπόκριση στις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι θεμελιώδους σημασίας. Έτσι, «το σύστημα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες των παιδιών, αντί να περιμένουμε τα παιδιά να προσαρμόζονται στο σύστημα» (Griffin, 2014: 9).
Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά στα πρακτικά ζητήματα, όλοι οι χώροι του σχολείου που είναι προσβάσιμοι στους υπόλοιπους μαθητές πρέπει να καθίστανται προσβάσιμοι και για τους μαθητές με αναπηρία. Βασικά στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας πρέπει να είναι η κατανόηση, ο σεβασμός, η επικοινωνία, η αλληλεπίδραση και η ευελιξία τόσο του εκπαιδευτικού έργου, όσο και των φορέων του, των διδασκόντων (Cline & Frederickson, 2002: 30).

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, ορίζεται και η έννοια της συμπερίληψης, που αναφέρεται στην από κοινού εκπαίδευση των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες με τους υπόλοιπους (Hornby, 2011: 324). Έτσι, προκύπτει η έννοια και η πρακτική της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης. Ο όρος είναι σχετικά πρόσφατος, καθώς εμφανίστηκε αρχικά κατά τη δεκαετία του 1990 ενώ, στην Ελλάδα, θεσπίστηκε, από νομική άποψη, το 2008 (Σταθά, 2018: 11).
Με γνώμονα, λοιπόν, την επιθυμία για συνύπαρξη, αλλά και τις ιδιαιτερότητες της κάθε εκπαιδευτικής ανάγκης, ένα παιδί με αναπηρία μπορεί να φοιτήσει σε ««κανονική» τάξη, σε «κανονική» τάξη με υποστήριξη ειδικού παιδαγωγού, σε «κανονική» τάξη με τμήμα ένταξης μερικής απασχόλησης, σε ειδική τάξη με κανονική τάξη μερικής απασχόλησης, μισή σχολική μέρα σε ειδικό σχολείο και υπόλοιπη μισή σε γενικό ή σε ειδικό εκπαιδευτικό πλαίσιο» (Σταθά, 2018: 46).

Σε κάθε περίπτωση, ως σκοπός της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης τίθεται η πλήρωση των τριών επιπέδων ένταξης. Πρόκειται για τη χωρική, τη λειτουργική και την κοινωνική ένταξη των μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και, περαιτέρω, η ενσωμάτωσή τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Σταθά, 2018: 47).

Συμπεράσματα

Τα στερεότυπα, νοούμενα ως προϋπάρχοντα σχήματα αντίληψης και σκέψης με αρνητική χροιά, ακόμα και στην εποχή μας παραμένουν ισχυρά ως προς τα άτομα με αναπηρία, δηλαδή τα άτομα με μειονεξία εξαιτίας φυσικής ή νοητικής βλάβης, τα οποία, ως εκ τούτου έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που διαιωνίζεται, συχνά, εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών και της σύνθετης οικονομικής πραγματικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα άτομα με αναπηρία, δεδομένου ότι σε συγκεκριμένους επαγγελματικούς τομείς δεν μπορούν να είναι αποδοτικά αντιμετωπίζονται πολλές φορές στερεοτυπικά και με άσχημο τρόπο. Σε άλλες περιπτώσεις, συνηθίζεται να αντιμετωπίζονται με λύπηση ακόμα και από οικεία τους πρόσωπα. Για τους λόγους αυτούς, καίριος κρίνεται ο ρόλος της παιδείας.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, ακολουθείται το μοντέλο της συμπεριληπτικής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σκοπός της είναι η χωρική, κοινωνική και λειτουργική ένταξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, δηλαδή η πλήρης ενσωμάτωσή τους σε ένα περιβάλλουν όπου συναναστρέφονται και μαθαίνουν από κοινού με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους. Προαπαιτούμενα για τη σωστή λειτουργία του συγκεκριμένου μοντέλου είναι ο σεβασμός, η κατανόηση, η αποδοχή και η ευελιξία.

Πηγή: e-thessalia.gr/

Προηγούμενο άρθρο

Η δύναμη του κοινωνικού αγγίγματος: Πώς ένα τρυφερό χάδι μπορεί να ανακουφίσει το άγχος

Επόμενο άρθρο

Μια σπάνια νευρολογική νόσος που δυσχεραίνει την ομιλία στα παιδιά

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε μια απάντηση

avatar