Γονιδιακή θεραπεία για την καρδιαγγειακή νόσο

Συντάκτης: Χωρίς σχόλια Μοιραστείτε το:

Αυτή η πρωτοποριακή τεχνική δοκιμάζεται σε άτομα με κληρονομούμενες μορφές καρδιοπάθειας, αλλά υπάρχουν ακόμα προκλήσεις.

Κατά την τελευταία δεκαετία, η CRISPR, μια βραβευμένη με Νόμπελ τεχνολογία, μεταμόρφωσε τη βιοϊατρική έρευνα καθιστώντας δυνατή την επεξεργασία του DNA από τους επιστήμονες με πολύ μεγαλύτερη ευκολία και ακρίβεια από ποτέ. Στα τέλη του 2023, η πρώτη ιατρική χρήση του εργαλείου γονιδιωματικής επεξεργασίας έλαβε έγκριση για τη θεραπεία της δρεπανοκυτταρικής νόσου, μιας κληρονομούμενης αιματολογικής διαταραχής που προκαλεί αφόρητους πόνους, οργανικές βλάβες και εγκεφαλικά επεισόδια.

Οι ερευνητές χρησιμοποιούν επίσης τη γονιδιωματική επεξεργασία για να αναπτύξουν νεότερες θεραπείες για αρκετούς τύπους καρδιοπάθειας. Κλινικές μελέτες είναι αυτή τη στιγμή υπό εξέλιξη σε άτομα με τριών ειδών γενετικές παθήσεις: α) παθολογικά υψηλή χοληστερόλη, β) ένα είδος μυοκαρδιοπάθειας και γ) ένα είδος καρδιακής ανεπάρκειας ως αποτέλεσμα εναποθέσεων αμυλοειδούς. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα σε μικρό αριθμό ατόμων εμφανίζονται ελπιδοφόρα.

Γονιδιακή θεραπεία για την καρδιαγγειακή νόσο-1

Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη ορισμένες σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά την ανάπτυξη και τη χορήγηση γονιδιακής θεραπείας για καρδιοπάθειες, επισημαίνει ο δρ Calum MacRaeαντιπρόεδρος επιστημονικής καινοτομίας στο Τμήμα Ιατρικής του συνεργαζόμενου με το Χάρβαρντ  Brigham and Women’s Hospital. «Η δρεπανοκυτταρική νόσος οφείλεται σε ένα μοναδικό γενετικό ελάττωμα. Οι περισσότερες καρδιαγγειακές γενετικές διαταραχές προκαλούνται από διαφορετικά γενετικά ελαττώματα σε κάθε οικογένεια, και γνωρίζουμε λιγότερο καλά τους παράγοντες που οδηγούν σε κλινική νόσο», λέει. Οι μεταλλάξεις των γονιδίων επίσης είναι δυνατό να επιδρούν με σύνθετο τρόπο σε ολόκληρο τον οργανισμό κι έτσι η επεξεργασία του ελαττώματος σε μεμονωμένους ιστούς ενδέχεται να έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις, προσθέτει. Η χορήγηση της ιδανικής «δόσης» τεχνολογίας επεξεργασίας ενός γονιδίου στον κατάλληλο τύπο κυττάρου μπορεί να συνιστά πρόβλημα. Υπάρχουν επίσης ανησυχίες σχετικά με παράπλευρες, εκτός στόχου δράσεις στο γονιδίωμα, καθώς και δυνητικές φλεγμονώδεις αντιδράσεις στους ιούς ή στα σωματίδια λιπιδίων μέσω των οποίων χορηγούνται οι θεραπείες.

Διαβάστε μια σύντομη επισκόπηση των γονιδιακών θεραπειών για καρδιοπάθειες που είναι σήμερα διαθέσιμες.

Οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH). Περίπου ένας στους 250 ανθρώπους έχει μια μετάλλαξη στο γονίδιο PCSK9, το οποίο προκαλεί εξαιρετικά υψηλές τιμές της επιβλαβούς LDL χοληστερόλης. Η FH είναι ένα από τα κορυφαία αίτια πρώιμης καρδιακής προσβολής (η οποία συμβαίνει πριν από τα 45 έτη στους άνδρες και τα 55 στις γυναίκες). Μια νέα θεραπεία γονιδιωματικής επεξεργασίας ουσιαστικά «κλείνει τον διακόπτη» του γονιδίου PCSK9 στο ήπαρ. Πρώιμα δεδομένα βρήκαν ότι μία μόνο έγχυση οδήγησε σε μείωση 39 έως 55% της LDL χοληστερόλης. Οι εννέα ενήλικες που έλαβαν τη θεραπεία (και είχαν όλοι μία μετάλλαξη FH) είχαν καρδιαγγειακή νόσο και υψηλή LDL, παρότι λάμβαναν τις μέγιστες δόσεις των φαρμάκων για μείωση της χοληστερόλης. Η εταιρεία εξακολουθεί να εισάγει συμμετέχοντες στη μελέτη, οι οποίοι στο σύνολό τους θα παρακολουθηθούν για ακόμη 14 χρόνια, την απαιτούμενη από τον FDA διάρκεια για όλους όσοι συμμετέχουν σε κάθε μελέτη επεξεργασίας του ανθρώπινου γονιδιώματος.

Υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια (ΥΜΚ). Εκτιμάται ότι ένας στους 500 ανθρώπους έχει ΥΜΚ, η οποία οφείλεται σε μεταλλάξεις γονιδίων που επηρεάζουν τη δομή του μυοκαρδίου. Περισσότερα από 12 γονίδια έχουν συνδεθεί με την ΥΜΚ, αλλά η διαταραχή συνδέεται συχνότερα με μεταλλάξεις στο γονίδιο που εκφράζει την 3 (MYBPC3). Στα άτομα με αυτές τις μεταλλάξεις παρατηρείται υπερβολική πάχυνση των τοιχωμάτων της καρδιάς, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η ροή του αίματος και η καρδιά να γίνεται επιρρεπής σε επικίνδυνους, δυνητικά θανατηφόρους καρδιακούς ρυθμούς. Το φθινόπωρο του 2023 ξεκίνησε μια μελέτη γονιδιακής θεραπείας που χρησιμοποιεί έναν ιό προκειμένου να μεταφέρει ένα λειτουργικό αντίγραφο του γονιδίου MYBPC3 στο μυοκάρδιο. Οι ερευνητές σχεδιάζουν να συμπεριλάβουν ακόμη έξι τουλάχιστον άτομα με το συγκεκριμένο γονιδιακό ελάττωμα, με συμπτώματα ΥΜΚ (μεταξύ των οποίων πόνο στο στήθος, κόπωση και δύσπνοια), που διαθέτουν επίσης εμφύτευμα καρδιακού απινιδωτή.

Γονιδιακή θεραπεία για την καρδιαγγειακή νόσο-2

Σχετιζόμενη με την τρανσθυρετίνη αμυλοειδική μυοκαρδιοπάθεια (ATTR-CM) ή καρδιακή αμυλοείδωση από τρανσθυρετίνη. Ο ακριβής επιπολασμός αυτής της σπάνιας νόσου δεν είναι σαφής, καθώς είναι δύσκολο να διαγνωστεί, αλλά εκτιμάται ότι κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες ταυτοποιούνται 5.000 έως 7.000 νέα περιστατικά. Η νόσος παρουσιάζεται όταν, εξαιτίας της μετάλλαξης ενός γονιδίου, το ήπαρ δημιουργεί μια μη παθολογική μορφή της πρωτεΐνης τρανσθυρετίνης (TTR). Η TTR συσσωρεύεται σε μάζες, προκαλώντας σκλήρυνση και αποδυνάμωση των τοιχωμάτων της αριστερής κοιλίας της καρδιάς και δυνητικά οδηγώντας σε καρδιακή ανεπάρκεια. Μια μελέτη η οποία χρησιμοποιεί γονιδιωματική επεξεργασία προκειμένου να διακόψει την παραγωγή της παθολογικής πρωτεΐνης TTR, έδειξε δραστική μείωση της πρωτεΐνης στα 60 άτομα που έλαβαν τη θεραπεία.

Η συνολική εικόνα

Οι παραπάνω παθήσεις μπορούν όλες να αντιμετωπιστούν με ήδη υπάρχοντα φάρμακα ή επεμβατικές διαδικασίες. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι συνήθως ανακαλύπτονται σε πολύ προχωρημένο στάδιο, αφού ο ασθενής έχει εμφανίσει βαριά συμπτώματα. «Η μεγαλύτερη ανεκπλήρωτη ανάγκη στις καρδιαγγειακές γενετικές παθήσεις είναι ο εντοπισμός των ατόμων όταν είναι εφικτό να γίνουν έγκαιρες, προληπτικές παρεμβάσεις. Σήμερα, τα περισσότερα από αυτά τα περιστατικά παραμένουν αδιάγνωστα», λέει ο δρ MacRae.

Ωστόσο, οι κλινικές μελέτες γονιδιακών θεραπειών πιθανότατα θα βελτιώσουν την αναγνώριση αυτών των κληρονομούμενων καρδιολογικών παθήσεων. «Καθώς διευρύνουμε τον εντοπισμό νοσημάτων και των υποκείμενων γενετικών ελαττωμάτων, θα αρχίσουμε να κατανοούμε καλύτερα το πώς αυτές οι παθήσεις επηρεάζουν τους ασθενείς, και πώς μπορούν να εφαρμοστούν με τον βέλτιστο τρόπο θεραπείες διαφορετικών επιπέδων κινδύνου και οφέλους», λέει ο δρ MacRae.

Πηγή: kathimerini.gr

Προηγούμενο άρθρο

Εθνικό Θέατρο: Δύο παραστάσεις πλήρως προσβάσιμες σε ΑμεΑ

Επόμενο άρθρο

Χημικά σε προϊόντα οικιακής χρήσης συνδέονται με αυτισμό και σκλήρυνση κατά πλάκας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αφήστε μια απάντηση

avatar